Ενσυναίσθηση: γιατί είναι απαραίτητη στην εκπαίδευση
Η ενσυναίσθηση είναι η ικανότητα να βρίσκεσαι, να νιώθεις και να συμπάσχεις με την κατάσταση του άλλου, έχοντας όμως επίγνωση του ότι αυτό συμβαίνει στον άλλο.
Η ενσυναίσθηση είναι η βάση του ενδιαφέροντος των ανθρωπίνων σχέσεων και μας επιτρέπει να καταλαβαίνουμε αυτούς που είναι διαφορετικοί από εμάς. Περιλαμβάνει ψυχικό δέσιμο, χτίσιμο σχέσεων, ακρόαση και φροντίδα για τον άλλο.
Είναι εκείνη η διαπροσωπική σχέση που μας επιτρέπει να αισθανθούμε τα συναισθήματα του άλλου και να φτάσουμε σε σημείο να έρθουμε στη θέση του, κατανοώντας πάντα ότι πρόκειται για τη δική του ψυχοσυναισθηματική κατάσταση.
Η ενσυναίσθηση πρέπει να είναι μέρος της παιδαγωγικής διαδικασίας διότι ένας από τους σκοπούς της εκπαίδευσης είναι και η ψυχοσυναισθηματική καλλιέργεια του ατόμου.
Τα συναισθήματα του παιδιού που εισέρχεται στην τάξη επηρεάζουν τον τρόπο που αυτό μαθαίνει. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να είναι ικανοί να συνδέονται και να καταλαβαίνουν τους μαθητές τους ούτως ώστε να εξυπηρετούνται οι μαθησιακές και ψυχοσυναισθηματικές ανάγκες των παιδιών.
Ο δάσκαλος στην τάξη αντιμετωπίζει παιδιά από διαφορετικά κοινωνικοπολιτισμικά επίπεδα. Όχι μόνο, λοιπόν, έχει ανάγκη από ενσυναίσθηση για τους μαθητές του ώστε να τους διδάσκει καλύτερα, αλλά πρέπει και να τους βοηθήσει να καλλιεργήσουν αυτή τη δεξιότητα και οι ίδιοι.
Η έκφραση φροντίδας και το «νοιάζομαι» για τον άλλο δεν είναι κάτι έμφυτο σε όλους τους ανθρώπους. Στους περισσότερος, αυτό διδάσκεται, είναι δηλαδή αποτέλεσμα διδασκαλίας από το περιβάλλον. Σε ένα καλά οργανωμένο εκπαιδευτικό περιβάλλον όπου οι διαπροσωπικές δεξιότητες συνεκτιμώνται, οι εκπαιδευτικοί θέτουν τους κανόνες και τα όρια ώστε οι μαθητές να μπορούν να επικοινωνούν σωστά με τους γύρω τους, να ενδιαφέρονται για αυτούς και να αναπτύσσουν υγιείς σχέσεις, διότι μόνο έτσι μπορεί να διεξαχθεί ένα γόνιμο εκπαιδευτικό περιβάλλον. Μόνο έτσι το παιδί μπορεί να αναπτύξει τις μαθησιακές τους ικανότητες.
Η ανάπτυξη υγιών διαπροσωπικών σχέσεων ευνοεί την ενσυναίσθηση. Με τον τρόπο αυτό, ο μαθητής μαθαίνει να ακούει τον άλλο, να καταλαβαίνει την προφορική και μη επικοινωνία, να αποδέχεται και να εκτιμά τη διαφορετικότητα στους άλλους. Άρα, θα μπορεί να ακούει άλλες θέσεις, άλλες γνώμες, θα μαθαίνει να φιλτράρει και να σκέφτεται κριτικά στις διαφορετικές απόψεις και θα αναπτύσσει το κριτικό συλλογισμό του οικοδομώντας τη νέα γνώση.