Μαθαίνοντας στο Μουσείο
«Μουσείο» ορίζεται «ένα μόνιμο ίδρυμα, με χαρακτήρα μη κερδοσκοπικό, στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξής της, ανοικτό στο κοινό, που έχει ως έργο του τη συλλογή, τη μελέτη, τη διατήρηση, τη γνωστοποίηση και την έκθεση τεκμηρίων του ανθρώπινου πολιτισμού και περιβάλλοντος, με στόχο τη μελέτη, την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία» (ICOM, 1974). Ο όρος διευρύνεται και συμπεριλαμβάνει ινστιτούτα συντήρησης και χώρους εκθέσεων που σχετίζονται με βιβλιοθήκες και αρχειακά κέντρα, μνημεία και χώρους που χαρακτηρίζονται ως αρχαιολογικοί, εθνογραφικοί ή εξαιρετικής φυσικής ομορφιάς καθώς και ιστορικές θέσεις και μνημεία που έχουν τη φύση μουσείων λόγω του τρόπου απόκτησης και συντήρησής τους. Επίσης, περιλαμβάνει, βοτανικούς και ζωολογικούς κήπους και τέλος και φυσικά πάρκα, επιστημονικά κέντρα και πλανητάρια.
Η αναγνώριση της εκπαιδευτικής διάστασης των μουσείων για το ευρύ κοινό είναι γεγονός από το πρώτο μισό του 20ου αι. (Τζιαφέρη 2005) και διευρύνεται με την μετατόπιση του ενδιαφέροντος των ιδρυμάτων στη συνεργασία με άλλους φορείς, εκπαιδευτικούς και κοινωνικούς. Η Μουσειοπαιδαγωγική ως η παιδαγωγική του μουσείου (Μούλιου 2005) αναπτύχθηκε για να διευκολύνει την επικοινωνία μουσείου και κοινού.
Το μουσείο, ως θεσμός μη τυπικής αλλά και άτυπης εκπαίδευσης στην υπηρεσία της κοινωνίας, αποτελεί ένα ιδιαίτερο μαθησιακό περιβάλλον όπου πρωταρχικό ρόλο έχουν τα αντικείμενα και η βιωματική προσέγγιση του υλικού πολιτισμού με τη συμμετοχή όλων των αισθήσεων και την προσωπική δημιουργική δραστηριότητα (Νικονάνου 2010).
Στη σύγχρονη εποχή, στόχος της εκπαιδευτικής δράσης των μουσείων είναι η αύξηση της γνώσης, η ανάπτυξη δεξιοτήτων, η αλλαγή νοοτροπίας και αξιών, η ευχαρίστηση, η έμπνευση, η δημιουργικότητα, η δράση, η συμπεριφορά και η πρόοδος (Black 2009:192).
Οι ερευνητές στο χώρο των Επιστημών της Αγωγής υποστηρίζουν ότι το μουσείο αποτελεί χώρο εκπαίδευσης και μάθησης για όλους, όπου βρίσκουν απήχηση οι πλέον σύγχρονες προσεγγίσεις για τη μάθηση, με τον μαθητευόμενο να τοποθετείται στο επίκεντρο της διαδικασίας προκειμένου να οδηγηθεί στην δόμηση του δικού του προσωπικού νοήματος (Φιλιππουπολίτη 2015).
Η κυριαρχία των Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) σε όλους τους τομείς της σύγχρονης πραγματικότητας δεν θα άφηνε ανεπηρέαστο τον χώρο του πολιτισμού. Οι ΤΠΕ τα τελευταία χρόνια παίζουν ένα ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο στο χώρο των μουσείων (Μπούνια κ.α. 2008). Αναπτύσσουν την εκπαιδευτική του διάσταση με διαφορετικές στρατηγικές, μέσα και μεθόδους προσέγγισης του κοινού (Νικονάνου 2005) και προσφέρουν νέους τρόπους προσέλκυσής του παρέχοντας δυνατότητες για αλληλεπίδραση, χρήση πολλών διαφορετικών μέσων, ψηφιοποίηση, δικτύωση, εύκολη προσβασιμότητα, επικοινωνία και συνεργασία (Τζιμογιάννης 2007).
Καθώς η μάθηση εκλαμβάνεται ως μια διαδικασία η οποία συμβαίνει σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας και αφορά σε όλες τις πτυχές της (Black 2009), το μουσείο διευρύνει το κοινό του και απευθύνεται σε πολλές και διαφορετικές ομάδες: μαθητές/τριες, οικογένειες, παιδιά εκτός σχολικού πλαισίου, ενήλικες, άτομα με ειδικές ανάγκες, άτομα από διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα κ.α.
Τα παρεχόμενα προγράμματα για κάθε ομάδα κοινού όσο κι αν διαφοροποιούνται ως προς τους στόχους επιβεβαιώνουν την λειτουργία του μουσείου ως χώρου ψυχαγωγίας, μάθησης και αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου των ανθρώπων. Προτείνουν ποικίλες τεχνικές -προφορική έκφραση, γραφή, εικαστικά, μουσική και χορό, τεχνικές της δραματικής τέχνης, πειραματισμό, έρευνα, κ.α. και εργαλεία που προωθούν την ενεργητική μάθηση (Νάκου 2008).
Στις νέες διαφοροποιημένες συνθήκες της σύγχρονης κοινωνίας, παραμένει η ανάγκη για ουσιαστική αλλαγή στο χώρο των μουσείων ώστε να αναπροσαρμόσουν το ρόλο και την αποστολή τους και εκτός από χώρους έμπνευσης και δημιουργίας να αποτελέσουν και φορείς κοινωνικής αλλαγής.
Βάια Μανώλη, Υπ. Διδάκτορας ΕΚΠΑ-ΤΕΑΠΗ