Διαβάστε το άρθρο της Μερόπης Τζούφη, Βουλευτή Ιωαννίνων – πρ. Υφυπουργού Παιδείας, στην εφημερίδα «Νέα Σελίδα», με τίτλο: «Η επόμενη ημέρα για την Παιδεία».
Η οικονομική κρίση και τα προγράμματα λιτότητας της τελευταίας δεκαετίας είχαν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή απόσυρση του Κράτους από τις υποχρεώσεις του, την υποχρηματοδότηση και την υποστελέχωση του κοινωνικού κράτους.
Το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μας δέχτηκε σοβαρό πλήγμα, καθώς η μείωση των κρατικών δαπανών κατά 34% επέδρασσε σε μια σειρά καταστάσεων που σχετίζονται με την πρόσβαση, τις επιδόσεις των μαθητών και την ένταση των ανισοτήτων. Παράλληλα, ελαττώθηκε ο αριθμός ανέγερσης νέων σχολικών μονάδων, οι μισθοί των εκπαιδευτικών μειώθηκαν και οι προσλήψεις μόνιμου προσωπικού πάγωσαν για 10 χρόνια.
Στο πλαίσιο αυτό, τα τελευταία 4,5 χρόνια προσπαθήσαμε αφενός να σταθεροποιήσουμε το εκπαιδευτικό σύστημα, αφετέρου να υλοποιήσουμε ένα στρατηγικό σχέδιο για την ανασυγκρότηση της δημόσιας εκπαίδευσης, έχοντας ως πυρήνα της πολιτικής μας τη θέση πως η Παιδεία αποτελεί κοινωνικό αγαθό και αποκλειστική υποχρέωση της Πολιτείας, δίχως αποκλεισμούς και διακρίσεις, ενταγμένη σε ένα πλαίσιο αλληλεγγύης και κοινωνικής ευθύνης.
Αυτή είναι και η βασική ιδεολογική και πολιτική μας διαφορά με τη σημερινή Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, η οποία αντιλαμβάνεται την εκπαιδευτική διαδικασία με όρους αγοράς, κέρδους, «ανταγωνιστικότητας» και οικονομικής ανταποδοτικότητας.
Η αντίληψη αυτή αποτυπώνεται ήδη στη απόσπαση της Έρευνας και της Τεχνολογίας από το Υπουργείο Παιδείας και τη μεταφορά της στο Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης, αποτελώντας μια οπισθοδρομική πρωτοτυπία, δίχως καμία διαβούλευση με την ακαδημαϊκή και ερευνητική κοινότητα. Η κίνηση εμπεριέχει μια σειρά από συμβολισμούς, όπως τη μεθόδευση της διασύνδεσης της έρευνας με την αγορά εργασίας και τις επιχειρήσεις, την εργαλειοποίησή της και την υπονόμευση του Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης, Έρευνας & Τεχνολογίας, η οποία με τη σειρά της, αναμένεται να αναχαιτίσει την πρόσβαση των νέων επιστημόνων σε αξιόπιστες και ανταγωνιστικές θέσεις εργασίας, αντιμετωπίζοντας παράλληλα το φαινόμενο του brain-drain.
Όσον αφορά την Γενική και Επαγγελματική Εκπαίδευση, η απερχόμενη Κυβέρνηση είχε προγραμματίσει 10.500 μόνιμες προσλήψεις εκπαιδευτικών για τα σχολικά έτη 2020-2021 και 2021-2022, έπειτα από μελέτες, καταγραφή των αναγκών και διάλογο με την εκπαιδευτική κοινότητα. Σημειώνεται πως τα τελευταία 10 χρόνια το εκπαιδευτικό σύστημα στηρίζεται στους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς και πως την ίδια περίοδο έχουν συνταξιοδοτηθεί περισσότεροι από 36.000 εκπαιδευτικοί στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Ωστόσο, η Νέα Δημοκρατία τόσο προεκλογικά όσο και στις προγραμματικές δηλώσεις της νέας Κυβέρνησης στη Βουλή, δεν έκανε καμία αναφορά στην άμεση ανάγκη προσλήψεων μόνιμου προσωπικού, πέραν των 4.500 διορισμών στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση, καθώς οι αξιολογικοί πίνακες του προσωπικού (ΑΣΕΠ) ήταν έτοιμοι και το πολιτικό κόστος της ακύρωσης μεγάλο.
Επίσης για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, πέραν των πρώτων δειγμάτων γραφής και της εκδικητικής κατάργησης της Νομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Πατρών, η νέα πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας προσανατολίζεται στην επαναφορά πτυχών του «Ν. Διαμαντοπούλου», ενός νόμου που δημιούργησε μια σειρά από διοικητικά προβλήματα στα Πανεπιστήμια και καταδικάστηκε σχεδόν από το σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας της χώρας. Στο πλαίσιο αυτό μελετάται η επαναφορά των Συμβουλίων Ιδρύματος, η αναμόρφωση του πλαισίου λειτουργίας και η επαναφορά του θεσμού του γενικού γραμματέα στα ΑΕΙ.
Επίσης, η νέα κυβέρνηση προωθεί προς ψήφιση την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, επιστρατεύοντας μια σειρά από επιχειρήματα κατασυκοφάντησης του Δημόσιου Πανεπιστημίου, παραγνωρίζοντας πως σήμερα υπάρχει το απαραίτητο θεσμικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση των κακουργηματικών πράξεων εντός των πανεπιστημιακών χώρων. Η θέση αυτή έχει τρεις διακριτές διαστάσεις. Αποτελεί σημείο ιδεολογικής αναφοράς για τα συντηρητικά ακροατήρια του κυβερνώντος κόμματος, οχύρωση για τις επερχόμενες και έντονες αντιπαραθέσεις με το φοιτητικό κίνημα και την ακαδημαϊκή κοινότητα, ενώ μέσω της απαξίωσης των Δημόσιων Πανεπιστημίων (κέντρα ανομίας, διακίνηση ναρκωτικών κλπ), προετοιμάζεται το ιδεολογικό έδαφος για την ίδρυση Ιδιωτικών Πανεπιστημίων.
Ήδη λοιπόν από τις πρώτες ημέρες διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας αποτυπώνεται η νεοφιλελεύθερη οπτική για την Παιδεία και το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας. Καμία δέσμευση για μόνιμους διορισμούς, καμία συζήτηση για την αύξηση του προϋπολογισμού, «βάση του 10», ενίσχυση και διευκόλυνση των ιδιωτικών κολεγίων, επαναφορά πτυχών και διατάξεων του «Ν. Διαμαντοπούλου».
Πέραν από τις γενικές εξαγγελίες για το δικαίωμα στην πρόσβαση και τις ίσες ευκαιρίες, πίσω από τις λέξεις βρίσκεται η θέση για «ποιοτική εκπαίδευση για λίγους και μαζική εκπαίδευση χαμηλού επιπέδου». Μια θέση που πρέπει να αντιταχθούμε και να μην επιτρέψουμε να υλοποιηθεί προς όφελος της πλατιάς κοινωνικής πλειοψηφίας, τόσο μέσα όσο και έξω από τη Βουλή.