Open Close

Πιστοποιητικοκρατία, πιστοποιητικολαγνεία και ξενόγλωσση εκπαίδευση

Δρ Νίκος Σηφάκις και Δρ Ντίνα Τσαγγαρή

 Η θέση ότι πρέπει να γνωρίζουμε μία τουλάχιστον ξένη γλώσσα αποτελεί σήμερα κοινοτοπία. Πώς όμως μαθαίνουμε και κυρίως πώς πιστοποιούμε τη γνώση μιας ξένης γλώσσας; Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα μοιάζει μάλλον απλή. Μαθαίνουμε μια γλώσσα είτε στο πλαίσιο συστηματικής φυσικής επικοινωνίας με χρήστες της είτε στο διδακτικό πλαίσιο κατευθυνόμενης εκμάθησής της από κάποιο δάσκαλο. Με άλλα λόγια, όταν μαθαίνουμε μια ξένη γλώσσα, το ζητούμενο είναι να έρθουμε σε επαφή, σταδιακά, είτε μέσω της εκπαίδευσης είτε με άμεση επαφή με (επαρκείς) χρήστες της γλώσσας αυτής, σε όσες περισσότερες επικοινωνιακές περιστάσεις γίνεται, προκειμένου να αποκτήσουμε τις κατάλληλες γνώσεις της δομής και λειτουργίας της γλώσσας-στόχου, καθώς επίσης και τις δεξιότητες που απαιτούνται για να είμαστε σε θέση να επικοινωνούμε αποτελεσματικά. Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα μοιάζει εξίσου εύκολη: η πιστοποίηση της γνώσης μιας ξένης γλώσσας επιτυγχάνεται μέσω μιας αξιολογητικής διαδικασίας η οποία μας επιτρέπει να διακριβώσουμε τον βαθμό εμπέδωσης των δομικών και λειτουργικών χαρακτηριστικών της γλώσσας. Το κρίσιμο ερώτημα που ανακύπτει άμεσα είναι σε ποιο βαθμό σήμερα οι δύο αυτές ερωτήσεις και απαντήσεις συνδέονται.

Σε πολλές περιπτώσεις η γνώση και η απόδειξη της γνώσης μιας ξένης γλώσσας είναι εντελώς διαφορετικά ζητήματα. Στην Ελλάδα, μια χώρα όπου οι ξένες γλώσσες περισσότερο διδάσκονται σε αίθουσες παρά χρησιμοποιούνται από χρήστες σε καθημερινή, φυσική επικοινωνία, η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας ταυτίζεται ατυχώς με την πιστοποίησή της. Με τον όρο πιστοποίηση εννοούμε την απόκτηση ενός εγγράφου-τεκμηρίου δια της συμμετοχής του υποψηφίου σε ένα σύστημα εξετάσεων που στοχεύει στην κατάταξη του υποψηφίου σε διαφορετικά επίπεδα «εκμάθησης» της γλώσσας, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εξέτασης.

Η πιστοποίηση της γλωσσομάθειας είναι μια ιδιαίτερα χρήσιμη διαδικασία καθώς το αποκτηθέν τεκμήριο μπορεί να επικυρώσει τις «γνώσεις» μεγάλου αριθμού χρηστών μέσα από σταθμισμένα εργαλεία αξιολόγησης, να συγκρίνει και να διαχωρίσει τον χρήστη μιας γλώσσας από τον μη-χρήστη με συνοπτικές και τυποποιημένες διαδικασίες, να βοηθήσει στην εξεύρεση εργασίας, στην εισδοχή σε εξειδικευμένα προγράμματα σπουδών, κλπ.

Ενώ η πιστοποίηση της γλωσσομάθειας έχει πολλά θετικά στοιχεία και μπορεί να διαδραματίσει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην εκπαίδευση, όταν γίνεται αυτοσκοπός μπορεί να έχει καταστροφικά αποτελέσματα, τόσο για τη διδακτική διαδικασία όσο και για την ίδια τη γλωσσομάθεια. Κατά πρώτον, η απoκλειστική και περιοριστική προσήλωση στην απόκτηση του πιστοποιητικού μπορεί να μετατρέψει την ξενόγλωσση εκπαίδευση από μια ουσιαστική διαδικασία μάθησης σε μια καθαρά λειτουργική προετοιμασία για την εξέταση, ιδιαίτερα στην περίπτωση εξετάσεων υψηλού διακυβεύματος. Όταν ο μοναδικός στόχος είναι η απόκτηση του πιστοποιητικού τότε ο εκπαιδευόμενος ουσιαστικά μετατρέπεται από εν δυνάμει ενεργό χρήστη της ξένης γλώσσας σε «υποψήφιο εξεταζόμενο», ο δάσκαλος από «καθοδηγητή» της μαθησιακής διαδικασίας σε «φροντιστή» και «εκγυμναστή» και η πολύπλοκη εκπαιδευτική διαδικασία σε ποσοστά «επιτυχίας-αποτυχίας». Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που, αμέσως μετά την απόκτηση των τελευταίων επιπέδων πιστοποιητικών γλωσσομάθειας (επίπεδο Γ1 ή Γ2 – Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιo Αναφοράς), πολλοί σταματούν την ξενόγλωσση εκπαίδευση, γιατί θεωρούν ότι με αυτό τον τρόπο ολοκλήρωσαν, «τελείωσαν» ή «έκλεισαν» με τη συγκεκριμένη ξένη γλώσσα. Ως αποτέλεσμα, πολύ συχνά, λίγους μήνες αργότερα, θυμούνται ελάχιστα από τη γλώσσα αυτή, έχουν όμως το πιστοποιητικό, το πολυπόθητο «χαρτί».

Εδώ είναι σημαντικό, κατά τη γνώμη μας, να γίνει μια διάκριση. Από τη μία πλευρά, υπάρχουν οι φορείς πιστοποίησης, εγχώριοι και διεθνείς, οι οποίοι παρέχουν πιστοποιήσεις στα διάφορα επίπεδα γλωσσομάθειας, ανάλογα με τον τρόπο που οι ίδιοι κατανοούν τη φύση της γλώσσας και με τρόπους αξιολόγησης που εκείνοι θεωρούν κατάλληλους. Οι μεγαλύτεροι από αυτούς τους φορείς επενδύουν εκατομμύρια ευρώ στην προώθηση των «προϊόντων» τους, κυρίως μέσα από τον σχεδιασμό εξειδικευμένων εγχειριδίων διδασκαλίας-προετοιμασίας και την επιμόρφωση δασκάλων-φροντιστών και αξιολογητών. Αυτά με την σειρά τους έχουν οδηγήσει στην ύπαρξη αναρίθμητων προγραμμάτων προετοιμασίας εξετάσεων.

Από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχει το ελληνικό δημόσιο, το οποίο εδώ και πολλές δεκαετίες έχει ορίσει νόμους που επιβάλλουν την πιστοποίηση ως το σημαντικότερο κομμάτι της ξενόγλωσσης εκπαίδευσης. Για παράδειγμα, η κατοχή πιστοποιητικού επιπέδου τουλάχιστον Β2 είναι απαραίτητη για τον διορισμό στο δημόσιο, ενώ τα πιστοποιητικά επιπέδου Γ2 δίνουν (με το νόμο 2545/1940) επάρκεια διδασκαλίας της συγκεκριμένης γλώσσας στους κατόχους τους. Και, ενώ, όπως ήδη είπαμε πιο πάνω, η πιστοποίηση της γλωσσομάθειας δεν είναι από μόνη της κάτι το μεμπτό, νομοθεσίες όπως οι παραπάνω δημιούργησαν το σημερινό φαινόμενο άκρατης και φαύλης πιστοποιητικορατίας, η οποία με τη σειρά της οδήγησε, όπως ήταν αναμενόμενο, σε μια άνευ προηγουμένου πιστοποιητικολαγνεία. Όλοι πλέον, και οπωσδήποτε οι μαθητές σχολικής ηλικίας και οι οικογένειές τους, αναζητούν απεγνωσμένα το «χαρτί», το «πτυχίο», όπως συχνά αποκαλείται, ενώ στην αναζήτησή του ξοδεύονται ολόκληρες περιουσίες. Με βάση διεθνείς έρευνες, τα νοικοκυριά στην Ελλάδα ξόδεψαν μόνο για το έτος 2008 περίπου 952,6 εκατομμύρια ευρώ για την προετοιμασία για τις εξετάσεις πιστοποίησης. Στις περισσότερες μάλιστα περιπτώσεις, οι εξετάσεις αυτές, όπως για την απόκτηση του πιστοποιητικού επιπέδου Β2 (που συχνά αναφέρεται και ως «λόουερ» ανεξαρτήτως φορέα), που στη χώρα μας γίνονται ως επί το πλείστον στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου και σε ορισμένες περιπτώσεις στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού (ενώ, παρεπιπτόντως, με βάση τις προδιαγραφές τους απευθύνονται σε ενήλικες), είναι και οι πρώτες σημαντικές εξετάσεις που καλείται να δώσει ένας μαθητής στη χώρα μας. Οι αξιολογητικές αυτές διαδικασίες από μόνες τους διαμορφώνουν τις αρχικές, θετικές ή αρνητικές, εμπειρίες εξετάσεων υψηλού διακυβεύματος. Είναι επίσης γνωστό ότι αυτή η διαχρονική πολιτική πιστοποιητικοκρατίας έχει οδηγήσει σε μαρασμό την ξενόγλωσση εκπαίδευση στα δημόσια σχολεία, οδηγώντας τους μαθητές όλων των ηλικιών στα ιδιωτικά κέντρα ξένων γλωσσών με στόχο την απόκτηση του πολυπόθητου πιστοποιητικού.

Τί μπορεί να γίνει για να αντιμετωπιστεί η λαίλαπα της πιστοποιητικοκρατίας-πιστοποιητικολαγείας; Λόγω του περιορισμένου χώρου θα μείνουμε σε δύο εισηγήσεις. Κατ’ αρχάς, είναι απαραίτητο να προχωρήσει η πολιτεία σε μια συστηματική και αντικειμενική αξιολόγηση των φορέων πιστοποίησης τους οποίους αναγνωρίζει μέσω του ΑΣΕΠ. Η αξιολόγηση επιβάλλεται να γίνεται από ανεξάρτητες επιτροπές εξειδικευμένων επιστημόνων και θα πρέπει να ανανεώνεται τακτικά, ώστε να παρέχει σε κάθε ενδιαφερόμενο μια πλήρη συγκριτική εικόνα των πιστοποιητικών γλωσσομάθειας. Επίσης, οι γονείς θα πρέπει να καταλάβουν ότι τα πιστοποιητικά γλωσσομάθειας δεν είναι πτυχία, δεν μπορούν να έχουν δια βίου ισχύ και ότι, στην εποχή της συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα στη χώρα μας, η κατοχή πιστοποιητικού δεν σημαίνει πλέον εξασφάλιση του διορισμού στο δημόσιο. Πολύ πιο σημαντική είναι η γνώση πολλών ξένων γλωσσών, έστω και χαμηλού επιπέδου γνωσσομάθειας, έστω και χωρίς πιστοποίηση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση μάς παρέχει εξαιρετικά χρήσιμα εργαλεία προς αυτή της κατεύθυνση, πχ το Ευρωπαϊκό Διαβατήριο Γλωσσών και Δεξιοτήτων, το οποίο μπορούμε να συμπληρώσουμε στο διαδίκτυο μόνοι μας, να το ανανεώνουμε τακτικά, και να δείξουμε με πολύ λεπτομερή τρόπο, μέσα από αυτό, τι μπορούμε να κάνουμε στην ξένη γλώσσα. Ένα ανάλογο επικαιροποιημένο Διαβατήριο έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία για έναν εργοδότη από ένα πιστοποιητικό που κάποιος έλαβε πριν πέντε χρόνια.

Ο Δρ Νίκος Σηφάκις (sifakis@eap.gr) είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διδακτικής της Γλώσσας στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.

Η Δρ Ντίνα Τσαγγαρή (dinatsa@ucy.ac.cy) είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Διδακτικής της Γλώσσας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.

[ Συνέχεια του άρθρου στο: ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ ΞΕΝΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ ]

Comments are closed.