Επιτροπή Ελέγχου Κοινοβουλευτικού Έργου
Στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας δημοσιεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η «Έκθεση παρακολούθησης της Εκπαίδευσης & Κατάρτισης 2019», η οποία περιλαμβάνει δεδομένα και αναλύσεις για κάθε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ορισμένες εφημερίδες και ΜΜΕ χρησιμοποίησαν την έκθεση ώστε να δημιουργήσουν εντυπώσεις και να προκαταλάβουν το δημόσιο διάλογο, υπονοώντας πως τα ευρήματα της μελέτης αποτελούν «χαστούκι» για τη χώρα και την εκπαιδευτική πολιτική των τελευταίων ετών (πχ: «Νέα έκθεση-σοκ για μαθητές»).
Ωστόσο, η μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καταγράφει μια σειρά από θετικά ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, ειδικά κατά την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ (σελ. 7-11). Σε αυτά συγκαταλέγονται η καθιέρωση της υποχρεωτικής δίχρονης προσχολικής αγωγής, η αναβάθμιση του Λυκείου, το νέο σύστημα εισαγωγής και η ελεύθερη πρόσβαση στα Πανεπιστήμια και η αντιμετώπιση της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου, όπου η χώρα μας πρωτεύει πανευρωπαϊκά.
Επίσης, θετική αναφορά γίνεται στην πολιτική ένταξης των προσφύγων, στην εφαρμογή του προγράμματος «Μια Νέα Αρχή στα ΕΠΑΛ», την καθιέρωση του «Μεταλυκειακού Έτους-Τάξης Μαθητείας» για τους αποφοίτους των ΕΠΑΛ και τη θεσμοθέτηση των δωρεάν Διετών Προγραμμάτων Επαγγελματικής Εκπαίδευσης των ΑΕΙ (αυτά που ανέστειλε η Υπουργός Παιδείας), την αντιμετώπιση του brain-drain και τους διορισμούς στην εκπαίδευση με εφαρμογή του κανόνα 1:1.
Στα θετικά της έκθεσης συμπεριλαμβάνεται και η διαπίστωση της ανάγκης συνολικής αναβάθμισης του ρόλου των εκπαιδευτικών, η οποία περιλαμβάνει και τη μισθολογική αποκατάσταση έπειτα από τις περικοπές της τάξης του 15-30% από την εφαρμογή των δύο πρώτων μνημονίων.
Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καταγράφει επίσης υπαρκτές αδυναμίες, οι οποίες πολλές φορές αφορούν στο σύνολο των κρατών-μελών και σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν εθνική πρωτοτυπία. Για το λόγο αυτό, οποιαδήποτε μελέτη δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως η απόλυτη αλήθεια, πόσο μάλλον να γίνεται αντικείμενο αποσπασματικής υιοθέτησης και αναπαραγωγής συμπερασμάτων. Αντίθετα, κάθε έρευνα αποτελεί, αφού μελετηθεί, αντικείμενο και ευκαιρία διαλόγου, προβληματισμού και διορθωτικών κινήσεων.
Στη συγκεκριμένη μελέτη υπάρχουν μεθοδολογικά προβλήματα και παραλείψεις. Πιο συγκεκριμένα, στην έκθεση γίνεται λόγος για μείωση των δημόσιων δαπανών για την εκπαίδευση, όταν οι καταρτισμένοι και ψηφισμένοι Προϋπολογισμοί για τα έτη 2016 έως 2019 αποδεικνύουν ότι οι δαπάνες του Υπουργείου Παιδείας αυξήθηκαν κατά 12%, ενώ σταμάτησε η πτωτική τάση (-34%) της περιόδου 2009-2015.
Επίσης, εκείνα τα στοιχεία που φαίνονται προβληματικά, όπως οι επιδόσεις των μαθητών/τριών στη νεοελληνική γλώσσα, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες, δεν είναι καινούργια. Η έκθεση με σαφήνεια δηλώνει ότι αντλεί αυτά τα στοιχεία από την τελευταία εξέταση PISA 2015 για την οποία υπάρχουν δημοσιευμένα στοιχεία (αναμένεται σύντομα η έκδοση των συμπερασμάτων της PISA 2018). Αυτή είναι μια ακόμη αδυναμία της έκθεσης και του τρόπου που συντάσσεται, καθώς τα ίδια στοιχεία του PISA 2015 επαναλαμβάνονται κάθε έτος, δίνοντας την εντύπωση ότι τα πράγματα χειροτερεύουν χρόνο με το χρόνο. Παρ’ ότι το στοιχείο αυτό επισημαίνεται στην έκθεση, σε μερίδα του Τύπου αποκρύπτεται αυτή η αλήθεια και εμφανίζονται νέες αναλύσεις ως «περσινά, ξινά σταφύλια».
Οι εκθέσεις των διεθνών οργανισμών αποτελούν ένα σοβαρό εργαλείο και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής. Ωστόσο, δεν αποτυπώνουν με ακρίβεια όλα τα ζητήματα και δεν αποτελούν λύση για όλα τα προβλήματα. Στο πλαίσιο αυτό, οι μελέτες αυτού του τύπου πρέπει να εξετάζονται με κριτικό πνεύμα, αφού και σε αυτές αποτυπώνονται ιδεολογικοί προσανατολισμοί και πολιτικές στοχεύσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να κινείται με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και την ενδυνάμωση της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης για όλες και για όλους, δίχως αποκλεισμούς και διακρίσεις. Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι ποιοι προσπαθούν με τόση προσήλωση να απαξιώσουν το δημόσιο σχολείο και το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στο σύνολό του, καθώς και ποιοι επωφελούνται από τη συστηματική αυτή προσπάθεια συκοφάντησης;
•
•