Η επανάσταση στην προσέγγιση της αναπηρίας στην Ευρώπη και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ξεκίνησε με την προσπάθεια του ορισμού και της διάστασης που μπορεί να πάρει ο όρος «αναπηρία».
Το 1980 δημοσιεύτηκε , ύστερα από μια μεγάλη περίοδο μελετών και πειραματισμών, το «International Classification of Impairment Disabilities and Handicaps (ICIDH)», ένα εγχειρίδιο κατάταξης με βάση τις συνέπειες ασθένειας. Στόχος της έρευνας ήταν να βοηθήσει τους επαγγελματίες του τομέα της υγείας με ένα πρότυπο μοντέλο ταξινόμησης. Εν ολίγοις, πρότεινε:
• Δυσλειτουργία (Impairment): οποιαδήποτε απώλεια ή ανωμαλία μιας φυσιολογικής, ψυχολογικής ή σωματικής δομής ή λειτουργίας, είτε μόνιμη είτε προσωρινή
• Ανικανότητα (Disability) : κάθε περιορισμός – που προκαλείται από τη Δυσλειτουργία – και συνεπάγεται τον περιορισμό της ικανότητας του ατόμου να εκτελέσει μια βασική δραστηριότητα (π.χ. περπάτημα, φαγητό, εργασία) με τον τρόπο που θεωρείται ως πρότυπος
• Αναπηρία (Handicap): μειονέκτημα – που προκαλείται από τη Δυσλειτουργία ή την ανικανότητα – που περιορίζει την καθημερινή ζωή των ασθενών με τρόπο που δεν θεωρείται φυσιολογική σε σχέση με την ηλικία, το φύλο και το κοινωνικό – πολιτιστικό πλαίσιο
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, με την παραπάνω ταξινόμηση, προσπάθησε να ξεπεράσει την τάση να χρησιμοποιείται η βιο-ιατρική προσέγγιση, και θέλησε να δημιουργήσει μια νέα διαδικασία πρόληψης και προστασίας της υγείας (και όχι μόνο θεραπεία) με βάση τη συμμετοχή των ενδιαφερομένων. Ωστόσο, είχε και πάλι κάποιους περιορισμούς καθώς δε λάμβανε καθόλου υπόψη την ανάγκη της κοινωνικής ενσωμάτωσης του ασθενούς.
Για το λόγο αυτό, το 1999 δημοσίευσε μια νέα διεθνή ταξινόμηση (ICIDH-2). Κάθε άνθρωπος είναι «διαφορετικά ικανός (differently abled)» με βάση τους περιορισμούς και τις δυσκολίες που προκύπτουν από τον τύπο, τη διάρκεια και την ποιότητα των δραστηριοτήτων του λόγω σωματικών ή λειτουργικών διαταραχών. Ο πολυδιάστατος χαρακτήρας του συγκεκριμένου εργαλείου περιλαμβάνει ένα σύνολο φορέων και επαγγελματιών που πρέπει να λειτουργούν ως δίκτυο.
Το 2001 παρουσιάστηκε το International Classification of Functioning, Disability and Health (ICF). Το ICF χωρίζει τις πληροφορίες σε δύο κλάδους: ο πρώτος σχετίζεται με τη λειτουργικότητα και την αναπηρία (σωματικές λειτουργίες, δραστηριότητες και συμμετοχή) και ο δεύτερος με συναφείς παράγοντες (προσωπικούς, περιβάλλον).
Οι διάφοροι δυνατοί συνδυασμοί μεταξύ βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων δείχνουν ότι η αναπηρία είναι ένα πολυδιάστατο φαινόμενο. Κατά συνέπεια, οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν μία φυσιολογική ή μη κατάσταση, ανάλογα με τα πλαίσια αναφοράς που υιοθετούνται.
Αυτό ωστόσο καθιστά δύσκολη την ακριβή εφαρμογή του ICF αναφορικά, για παράδειγμα, με την απασχολησιμότητα των ατόμων με αναπηρία. Για το λόγο αυτό, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δημιούργησε την ICF Checklist (WHO, 2003), η οποία επιτρέπει την περιγραφή του λειτουργικού προφίλ του κάθε ατόμου. Το ICF Checklist είναι ένα χρήσιμο εργαλείο που βασίζεται στην αναγνώριση του προβλήματος της λειτουργία του ατόμου και, την ίδια στιγμή, καθορίζει εάν και σε ποιο βαθμό το περιβάλλον του ατόμου λειτουργεί ως εμπόδιο ή εφαλτήριο.
Σύμφωνα με την ταξινόμηση ICF, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δημιούργησε και ένα σύστημα αξιολόγησης WHO DAS II (World Health Organization – Disability Assessment Schedule). Ένα εργαλείο αξιολόγησης για ενήλικες που αναπτύχθηκε για την αξιολόγηση των επιπέδων περιορισμού κάθε ατόμου, ανεξάρτητα από την αρχική διάγνωση. Αξιολογεί τη λειτουργία του ατόμου με βάση 6 τομείς δραστηριοτήτων:
• κατανόηση και επικοινωνία
• κίνηση
• προσωπική φροντίδα
• αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους
• καθημερινές δραστηριότητες
• κοινωνική ζωή
Το WHO DAS II έχει ως στόχο να εκτιμήσει την αναπηρία από τις απαντήσεις των ασθενών και όχι από την ιατρική σκοπιά όπως η ICF Checklist. Το WHO DAS II, το οποίο δοκιμάστηκε σε μια εμπειρική μελέτη για να ελέγξει τη σχέση μεταξύ του επιπέδου της αναπηρίας που αισθάνεται το άτομο και του επιπέδου της κοινωνικής του ενσωμάτωσης, επιβεβαιώνει ότι η κοινωνική ένταξη των ατόμων με σοβαρές αναπηρίες ενθαρρύνεται από την εργασία.
Σύμφωνα με ευρωπαϊκές αναλύσεις, η αναπηρία επηρεάζει 1 στα 6 άτομα στην ΕΕ το οποίο σημαίνει ότι 80 εκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν από περιορισμούς και δυσκολίες στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Επιπλέον, το ποσοστό φτώχειας των ατόμων με αναπηρία είναι 70% υψηλότερο από το μέσο όρο, λόγω της περιορισμένης πρόσβασης στην εργασία. Γι” αυτό το λόγο η ΕΕ προσπάθησε να αντιμετωπίσει το φαινόμενο με νομοθετικά αλλά και με πολιτικά εργαλεία.
Παρακάτω αναφέρονται ορισμένοι σταθμοί στη νομοθεσία της Ε.Ε. σχετικά με την αναπηρία:
• (1996) Definition of new European strategies on disability by reference to the standard rules introduced by the United Nations
• (1997) Treaty of Amsterdam
• (1999) Resolution of the European Council
• (2000) Charter of Fundamental Rights of the European Citizens
• (2002) Declaration of Madrid
• (2003) European year of people with disabilities
• (2003) European Action Plan on Disabilities (2004-2010)
• (2010) The European Disability Strategy 2010-2020
• (2011) Convention on the Rights of Persons with Disabilities
Σε διάφορες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν αναπτυχθεί και εφαρμόζονται εργαλεία, μοντέλα & πρακτικές που αφορούν την εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση των ατόμων με αναπηρία αλλά και των ατόμων που εργάζονται και υποστηρίζουν άτομα με αναπηρίες.
Υπό αυτήν τη φιλοσοφία, επιλέχθηκε και η υλοποίηση στην Ελλάδα του επιμορφωτικού προγράμματος Εκπαίδευση Εκπαιδευτών ΑΜΕΑ, με βάση το εξειδικευμένο πρόγραμμα BASKI, που υλοποιείται από το Κέντρο Δια Βιου Μάθησης της Employ το Νοέμβριο στη Θεσσαλονίκη και προσεχώς και σε άλλες πόλεις. Στο πρόγραμμα BASKI υπάρχει η παραδοχή της σημασίας του αυτοπροσδιορισμού των ατόμων με αναπηρίες. Περιλαμβάνει τη διάρθρωση των επιθυμιών και των αναγκών του ατόμου στην προσωπική και επαγγελματική του ζωή, την επιδίωξη προσωπικών στόχων, την ελευθερία λήψης αποφάσεων και ζήτησης υποστήριξης, εάν χρειαστεί.
Η κατάρτιση BASKI απευθύνεται σε ενήλικες με αναπηρίες που ζουν ή εργάζονται σε ιδρύματα για άτομα με ειδικές ανάγκες, προκειμένου να τους καθοδηγήσουν να ζήσουν μια αυτοπροσδιοριζόμενη ζωή μέσα από τη βελτίωση βασικών δεξιοτήτων.
Ταυτόχρονα, το πρόγραμμα BASKI έχει αναπτύξει ορισμένες ενότητες για κατάρτιση των εκπαιδευτών ατόμων με αναπηρίες, που ονομάζεται BASKI Coaching. Στόχος είναι να προετοιμάσει τους εκπαιδευτές και τους φροντιστές για τη δημιουργία των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των ατόμων με αναπηρία στα εκάστοτε ιδρύματα, ώστε να είναι σε θέση να εφαρμόσουν στην πράξη ότι έμαθαν από την εκπαίδευση BASKI.
Πηγή: europe-projectskip
Επεξεργασία – Ανάλυση: Employ Σύμβουλοι Εκπαίδευσης & Σταδιοδρομίας