Κάθε σύγχρονη κοινωνία οφείλει να συγκροτεί τους θεσμούς αυτούς που απαιτούνται για να υλοποιήσει τα οράματά της. Το μέλλον και η πορεία όμως, της εκάστοτε κοινωνίας (μέσω των τυπικών και άτυπων δομών της που αλληλεπιδρούν) εξελίσσεται και μεταλλάσσεται. Πολλές φορές, σε αυτή την αέναη διαδικασία, καταργεί ή/και δημιουργεί νέους θεσμούς ή ακόμα πιο συχνά τροποποιεί, εκσυγχρονίζει τους υπάρχοντες για να μπορούν να προσαρμοστούν στα νέα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα.
Σε μια τέτοια καμπή της ιστορίας της ελληνικής κοινωνίας βρίσκεται, εκτός των άλλων, και το ίδιο το δημόσιο σχολείο. Σε αυτή τη βάση όλοι οι θεσμοί που ενυπάρχουν στο σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα (όπως φυσικά και το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα) πρέπει να επανεξεταστούν, να αναθεωρηθούν και να ειδωθούν με μια προωθητική ματιά προς το αύριο, για ένα διαφορετικό κοινωνικοπολιτικό τοπίο, για μια ουμανιστική (ανθρωποκεντρική), πραγματικά δημοκρατική κοινωνία. Δεν πρέπει να μας φοβίζουν οι βελτιωτικές αλλαγές, η εκπαίδευση αποτελεί την επιτομή της αλλαγής πρώτα από όλους στους ίδιους μας τους μαθητές. Το σχολείο από μέσο ”αναπαραγωγής” (όπως κάποιοι το βλέπουν) οφείλει στην κυρίαρχη λογική να μετατραπεί σε μέσο “αλλαγής”.
Ένας θεσμός που φαίνεται να έχει κλείσει τον κύκλο του στα πλαίσια του δημόσιου σχολείου, είναι αυτός του σχολικού συμβούλου, με τη σημερινή του μορφή και αρμοδιότητες. Ο θεσμός αυτός πλέον δεν υπηρετεί επαρκώς το σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε. Δεν παρέχει, όπως θα έπρεπε, τη στήριξη στον μαχόμενο εκπαιδευτικό και δεν συνεισφέρει στη βελτίωση της μαθησιακής διαδικασίας.
Χρειάζεται επομένως επαναπροσδιορισμός του ρόλου του, των αρμοδιοτήτων του (αλλαγή θεσμικού πλαισίου) για να υπηρετεί τις σύγχρονες ανάγκες. Η όλη συζήτηση θα πρέπει να διεξαχθεί με ανοικτούς ορίζοντες, χωρίς ταμπού και στερεότητα, με διορατικότητα, ανασκόπηση στο διεθνές γίγνεσθαι και την εμπειρία που ήδη υπάρχει. Ακόμα και η πρόταση για τροποποίηση του θεσμού από μονοπρόσωπο όργανο σε συμβουλευτική ομάδα ανά ομάδα σχολείων, επί της αρχής, έχει θετικά χαρακτηριστικά. Φυσικά η όποια “αλλαγή” κρίνεται στην πράξη και στην κατεύθυνση της εκάστοτε εκπαιδευτικής πολιτικής που χαράζει η πολιτεία. Καμία δομική αλλαγή από μόνη της δεν αποφέρει θετικά αποτελέσματα παρά μόνο όταν υπηρετεί βαθιές κοινωνικές και ανθρώπινες αξίες- ιδανικά και έχει το κατάλληλο περιεχόμενο που η εκάστοτε εποχή και κοινωνία επιζητά και οραματίζεται για το μέλλον της.
Τις περισσότερες φορές οι θεσμοί πρώτα καταρρέουν στη συνείδηση μιας κοινωνίας και του συνόλου που υπηρετούν και αμέσως μετά έρχεται η κρατική παρέμβαση να ”θεραπεύσει” το ζήτημα. Εάν δεν συμβεί φυσικά, διαμορφώνεται αίσθημα αδικίας, ασυνέχειας και αποσπασματικής προσπάθειας αλλαγής θεσμών και κανόνων που δεν έχουν επιδοκιμαστεί από την κοινωνία. Η αναγκαιότητα σήμερα να οραματιστούμε ένα πιο δημοκρατικό, ελεύθερο, ανοικτό, ανατροφοδοτούμενο σχολείο επιτάσσει να δούμε όλες τις πλευρές του, υπό το πρίσμα του αυριανού κοινωνικοπολιτικού αντίκτυπου. Μέσα σε αυτή τη λογική και ο θεσμός του σχολικού συμβούλου θα πρέπει να αναμορφωθεί αφενός γιατί έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου και αφετέρου διότι μπορεί να αποτελέσει βασικό υποστηριχτικό μοχλό της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Πηγή: alfavita