Οι κύκλοι που ασκούν κριτική στο νέο Πρόγραμμα Σπουδών (ΠΣ) συχνά αποσιωπούν ή απλώς δεν λαμβάνουν σαφώς υπόψη τους μια μεγάλη συζήτηση εδώ και δεκαετίες γύρω από τον «ομολογιακό» χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών στην Ελλάδα, τονίζει το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, απαντώντας -τον περασμένο Απρίλη- σε επιστολή της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων και υπογραμμίζει:
Α. Στη συζήτηση αυτή, πέρα από τους υποστηρικτές του ομολογιακού μαθήματος, υπάρχουν και οι επικριτές του, που είναι μέλη της επιστημονικής κοινότητας, συνταγματολόγοι, εκπαιδευτικοί ή απλώς διανοούμενοι που καταθέτουν την άποψη τους. Επιπλέον, ιδιάζουσα σημασία έχουν οι θέσεις θεσμοθετημένων οργάνων και αρχών της Πολιτείας, όπως το Συμβούλιο της Επικρατείας, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και ο Συνήγορος του Πολίτη.
Β. Οι ίδιοι κύκλοι στην πρόσφατη αντίδραση τους κατά του νέου ΠΣ στα Θρησκευτικά Δημοτικού-Γυμνασίου και Λυκείου έχουν μάλλον ξεχάσει τη δημόσια συζήτηση, η οποία διεξάγεται εδώ και δεκαετίες στην ελληνική κοινωνία, συχνά με αφορμή το ζήτημα της απαλλαγής από τα Θρησκευτικά.
Γ. Η παρουσίαση του θέματος αυτού από τον Τύπο και τα λοιπά ΜΜΕ, οι θέσεις και οι δηλώσεις του Συνηγόρου του Πολίτη, των κομμάτων, της ΟΛΜΕ και των επιμέρους εκπαιδευτικών παρατάξεων, οι θέσεις διαφόρων εκπαιδευτικών κύκλων και διανοουμένων, οι επίσημες παρεμβάσεις των Θεολογικών Σχολών Αθηνών και Θεσσαλονίκης, των θεολογικών ενώσεων και πολλών εκπαιδευτικών έδωσαν το στίγμα ενός δημόσιου διαλόγου γύρω από τον χαρακτήρα και την φυσιογνωμία των Θρησκευτικών.
Δ. Το προβληματικό σημείο για τους επικριτές του μαθήματος αποτελεί ο έντονα ομολογιακός και κατηχητικός χαρακτήρας των Θρησκευτικών.
Ε. Από την άλλη πλευρά, όχι μόνο οι θεολόγοι εκπαιδευτικοί αλλά και οι Θεολογικές Σχολές έκαναν λόγο για το αναγκαίο άνοιγμα προς τη θρησκευτική ετερότητα με την εισαγωγή θρησκειολογικών αναφορών σε ένα νέο και ανοικτό ΠΣ, «ώστε να αναβαθμιστεί ακόμη περισσότερο το μάθημα των Θρησκευτικών, να εμπλουτιστούν τα αναλυτικά σχολικά προγράμματα με μαθήματα κοινωνικής ηθικής ή ιστορίας των θρησκευμάτων, τα οποία θα μπορούν να παρακολουθούν οι μαθητές στο σύνολο τους ανεξαρτήτως θρησκείας ή ομολογίας» (Θεολογική Σχολή ΕΚΠΑ, 9-9-2008).
Ζ. Προς την ίδια κατεύθυνση, το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα «ούτε αποκλειστικά ομολογιακό προσανατολισμό μπορεί να έχει ούτε όμως και αποκλειστικά θρησκειολογικό.
Η. Και οι δύο προσανατολισμοί πρέπει να υπάρχουν αναλογικά και σε συνδυασμό, ώστε, εκτός των άλλων, από τη μια μεριά να αποφεύγεται ο θρησκευτικός αναλφαβητισμός, ενώ από την άλλη να καλλιεργείται στους μαθητές μια συνείδηση αποδοχής, σεβασμού και ειρηνικής συνύπαρξης με το «διαφορετικό» (Τμήμα Θεολογίας ΑΠΘ, 8-9-2008).
Θ. τροπή εκπόνησης του ΠΣ στα Θρησκευτικά Λυκείου δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά έλαβαν σοβαρά υπόψη τον δημόσιο αυτό διάλογο.
Ι. Εξάλλου, στο ευρωπαϊκό περιβάλλον υφίστανται πολλά και ποικίλα πρότυπα οργάνωσης της θρησκευτικής αγωγής.
Κ. Άλλα προγράμματα συγκροτούνται με βάση το ομολογιακό ή το πολυομολογιακό πρότυπο, άλλα με βάση το θρησκειολογικό και άλλα είναι απλώς μικτά και επιλεκτικά, ενσωματώνοντας δημιουργικά τη διαπολιτισμική διάσταση του θρησκευτικού φαινομένου.
Λ. Πριν από λίγα χρόνια, το 2005, η Κοινοβουλευτική Συνδιάσκεψη του Συμβουλίου της Ευρώπης (47 χώρες) με τη Σύσταση 1720, την οποία απηύθυνε προς τα κράτη-μέλη της, έκανε λόγο για την ανάγκη εισαγωγής στην εκπαίδευση της διδασκαλίας των θρησκειών.
Μ. Ακολούθως, πρότεινε το θρησκειολογικό πρότυπο διδασκαλίας είτε έναντι του ουδετερόθρησκου είτε έναντι του ομολογιακού ή πολυομολογιακού περιεχομένου του μαθήματος των Θρησκευτικών στα διάφορα εκπαιδευτικά συστήματα, για να διασφαλίσει έτσι την αμεροληψία και αντικειμενικότητα στην παρουσίαση τους.
Ν. Η Σύσταση 12 (2008), η οποία έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα, επιβάλλει σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. την υποχρεωτική διδασκαλία των θρησκευτικών και μη θρησκευτικών πεποιθήσεων σε ένα πλαίσιο διαπολιτισμικό.
Ξ. Ωστόσο, η ανακάλυψη των διαφόρων θρησκειών και κυρίως των θρησκειών γειτονικών χωρών από τους μαθητές, θα γίνεται παράλληλα με τη γνωριμία της δικής τους θρησκείας.
Ο. Πέρα από φανατισμούς, «ο σκοπός αυτής της εκπαίδευσης θα πρέπει να κάνει τους μαθητές… να αντιληφθούν ότι καθένας έχει το ίδιο δικαίωμα με όλους να πιστεύει ότι η δική του θρησκεία είναι η «η αληθινή πίστη» και ότι η διαφορετική θρησκεία ή η αθεΐα δεν διαφοροποιεί αξιολογικά τους ανθρώπους».
Π. Επισημαίνεται, πάντως, ότι το νέο ΠΣ αφορά τη θρησκευτική αγωγή στη δημόσια εκπαίδευση και όχι την εκκλησιαστική κατήχηση.
Ρ. Το ΜτΘ βεβαίως και έχει ως κέντρο, αφετηρία και πρωταρχικό μέλημα την Ορθόδοξη πίστη και ζωή, αλλά οφείλει και πρέπει να έχει ορίζοντα αναφοράς και διαλόγου και με τις άλλες χριστιανικές κατανοήσεις, τις άλλες χριστιανικές κατανοήσεις, τις άλλες θρησκευτικές παραδόσεις και τις σύγχρονες φιλοσοφικές ή άλλες μορφές πνευματικότητας.
Σ. Ένας ουσιαστικός διάλογος, ανάμεσα στο κέντρο και στον ορίζοντα, που θα αναπτυχθεί στο πλαίσιο του ΜτΘ θεμελιωμένος πάνω στην ορθή προσέγγιση και κριτική κατανόηση των διαφορετικών αφηγήσεων, δεν στοιχειοθετεί απομάκρυνση από την Ορθοδοξία ή μια μορφή θρησκευτικού συγκρητισμού, απεναντίας, συνιστά κυρίως και κατεξοχήν την πεμπτουσία της χριστιανικής μαρτυρίας στον σύγχρονο και ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο μας.
Τ. Στην πράξη τα νέα ΠΣ της υποχρεωτικής εκπαίδευσης αλλά και του Λυκείου ουσιαστικά δεν απομακρύνονται από τους ειδικούς σκοπούς του μαθήματος, όπως αυτοί ορίζονται στα Αναλυτικά Προγράμματα του 2003 (ΔΕΠΠΣ).
Υ. Τα Προγράμματα εκείνα, πέρα από την ενημέρωση για την υφή του θρησκευτικού φαινομένου, την ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης και την απόκτηση γνώσεων γύρω από τη Χριστιανική πίστη και την Ορθόδοξη Χριστιανική Παράδοση, την καλλιέργεια του ήθους και της προσωπικότητας, με την αξιοποίηση των μορφωτικών αγαθών της Αγίας Γραφής, των Πατέρων και της Παράδοσης της Εκκλησίας, εστίαζαν επιπλέον στην κριτική επεξεργασία των θρησκευτικών παραδοχών, αξιών και στάσεων, στην διερεύνηση του ρόλου που έπαιξε και παίζει ο Χριστιανισμός στον πολιτισμό και την ιστορία της Ελλάδας και της Ευρώπης, στην επίγνωση της ύπαρξης διαφορετικών εκφράσεων της θρησκευτικότητας, στην ανάπτυξη ανεξάρτητης σκέψης και ελεύθερης έκφρασης, στην αντίληψη ότι το αυθεντικό χριστιανικό μήνυμα είναι υπερφυλετικό, υπερεθνικό και οικουμενικό, στην κατανόηση της πολυπολιτισμικής, πολυφυλετικής και πολυθρησκευτικής δομής των σύγχρονων κοινωνιών και στη συνειδητοποίηση της ανάγκης για διαχριστιανική και διαθρησκειακή επικοινωνία και αλληλογνωριμία.
Φ. Συνεπώς, το νέο ΠΣ κινείται πάνω στις ίδιες βασικές αρχές τις οποίες εμπλουτίζει και αναπτύσσει περισσότερο.
Η πορεία εφαρμογής του νέου ΠΣ στα Θρησκευτικά Λυκείου
Σχετικά με την πορεία φεραμογής του νέου ΠΣ το ΙΕΠ σημειώνει τα εξής:
1. Κάθε νέο ΠΣ, προτού γενικευθεί και εφαρμοστεί στην εκπαίδευση, χρειάζεται προηγουμένως να εφαρμοστεί πιλοτικά και να αξιολογηθεί.
2. Επίσης, τα νέα ΠΣ στα Θρησκευτικά Δημοτικού & Γυμνασίου, καθώς και του Λυκείου – όπως και τα ΠΣ των άλλων μαθημάτων – μολονότι συνδέονται άμεσα και υποστηρίζονται παιδαγωγικά από τον αντίστοιχο Οδηγό για τον Εκπαιδευτικό, χρειάζεται ασφαλώς να οδηγήσουν στη συγγραφή νέων διδακτικών βιβλίων, καθώς και στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στα νέα αυτά διδακτικά εργαλεία.
3. Όταν θα έχει ολοκληρωθεί η όλη διαδικασία, όπως προβλέπεται από το έργο του Νέου Σχολείου, δηλαδή η παράδοση των Προγραμμάτων Σπουδών και των Οδηγών του Εκπαιδευτικού όλων των γνωστικών αντικειμένων και καλυφθεί η ανάγκη δημιουργίας συμβατών με τα νέα αυτά Προγράμματα Σπουδών διδακτικών υλικών ή βιβλίων, καθώς και η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, τότε το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής είναι δυνατό να εισηγηθεί την πλήρη και υποχρεωτική διάχυση και ισχύ τους για το Δημοτικό, το Γυμνάσιο και το Λύκειο.
4. Εν τέλει, η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων είναι αρμόδια να αποφασίσει ή όχι τη γενικευμένη και καθολική ισχύ και εφαρμογή τους στην εκπαίδευση.
Πηγή: www.esos.gr