Περίπου στα 75-78.000 ευρώ ανέρχεται η εισφορά της χώρας μας στο πρόγραμμα PISA (Programme for International Student Assessment) του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).
Συγκεκριμένα για το έτος 2012 το ποσό έφθασε τα 74.620 ευρώ , το 2013 τα 76.950 ευρώ, ενώ το 2014 η αναλογούσα εισφορά ανήλθε στα 77.800 ευρώ. Αν προσθέσουμε τα έξοδα μετακίνησης για την ενημέρωση στελεχών του Υπουργείο Παιδείας αντιλαμβάνεται κανείς ότι το ποσό ξεπερνά τις 80.000 ευρώ το χρόνο.
ΑΠΟ 2/3 ΕΩΣ 3/4 ΤΟΥ 2015 ΣΕ 231 ΣΧΟΛΕΙΑ Ο ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ PISA TOY ΟΟΣΑ
Τα τεστ Pisa κάνουν κακό στην εκπαίδευση! Σταματήστε τα!
Σε μια δραματική επιστολή προς τον διευθυντή του προγράμματος Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών (PISA), δρ. Andreas Schleicher, ακαδημαϊκοί, εκπαιδευτικοί και γονείς από όλο τον κόσμο εκφράζουν έντονη ανησυχία για τις επιπτώσεις των τεστ PISA (Πίζα), το οποίο βρίσκεται στο 14ο χρόνο της διεξαγωγής του, και καλούν για την παύση διεξαγωγής του. Η προσέγγιση που υιοθετούν οι συντάκτες του γράμματος είναι αυστηρά εκπαιδευτική. Αναδεικνύει με συντομία τη ζημιά που προκαλούν οι έρευνες αυτές στα σχολεία, τους μαθητές, τους εκπαιδευτικούς και τη διδασκαλία.
Η πρωτοβουλία εμφανίστηκε στο διαδίκτυο (http://oecdpisaletter.org/) πέρσι τον Απρίλη και από τον Μάιο της ίδιας χρονιάς μέχρι φέτος τον Ιανουάριο συγκέντρωσε κάτι παραπάνω από 2.300 υπογραφές υποστήριξης. Αντίστοιχη κίνηση ξεκινά και από εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων καθώς και γονείς και στη χώρα μας.
Γύρω από την πρωτοβουλία αυτή συγκεντρώθηκαν αρκετά διαφορετικές «φωνές» από το χώρο των επιστημών της αγωγής. Η πολυφωνία αυτή τονίζει τον οξυμένο χαρακτήρα των προβλημάτων που δημιουργούν στα σχολεία οι έρευνες της PISA και αναδεικνύει την ανάγκη να σταματήσουμε τη διεξαγωγή τους.
Στη χώρα μας ο διεθνής διαγωνισμός PISA του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) θα πραγματοποιηθεί από 2 Μαρτίου 2015 έως και 3 Απριλίου 2015 και θα συμμετάσχουν 231 δημόσια και ιδιωτικά Γυμνάσια, Γενικά Λύκεια και Επαγγελματικά Λύκεια.
Αλλά ας δούμε το θέμα στην ουσία του γιατί είναι εξόχως σοβαρό.
Να υπενθυμίσουμε ότι το πρόγραμμα PISA είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο ως ένα εργαλείο ιεραρχικής κατάταξης των χωρών (μελών του ΟΟΣΑ και άλλων), ανάλογα με τη μέτρηση των ακαδημαϊκών επιδόσεων των 15χρονων μαθητών στα μαθηματικά, τη φυσική και την ανάγνωση. Τα αποτελέσματα του προγράμματος, που διεξάγεται κάθε τρία χρόνια, έχουν αρχίσει να επηρεάζουν βαθιά τις εκπαιδευτικές πρακτικές πολλών χωρών, ενώ ακριβώς στη βάση των αποτελεσμάτων κράτη αναμορφώνουν τα εκπαιδευτικά τους συστήματα, ελπίζοντας να βελτιώσουν τη θέση τους στην κατάταξη. Σε πολλές χώρες η απουσία προόδου στο πρόγραμμα PISA οδηγεί σε δηλώσεις περί κρίσης και σοκ, οι οποίες ακολουθούνται από εκκλήσεις για παραιτήσεις και από εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις στο πνεύμα του προγράμματος.
Ένας υπερεθνικός επιθεωρητισμός πάνω από την Ελληνική Εκπαίδευση
Να υπενθυμίσουμε, επίσης, ότι κροκοδείλια δάκρυα για τα ελληνικά σχολεία, συνόδευσαν πριν ένα περίπου χρόνο (Δεκέμβριος 2013) την ανακοίνωση των τελευταίων αποτελεσμάτων της Έκθεσης PISA του ΟΟΣΑ στη χώρα μας. Και αυτό γιατί στο τελευταίο τεστ εκπαιδευτικής αξιολόγησης PISA η Ελλάδα βρέθηκε στην 42η θέση, μεταξύ των 65 χωρών που συμμετείχαν, σημειώνοντας πτώση 17 θέσεων.
Η κατάταξη της χώρας μας στις τελευταίες θέσεις χρησιμοποιήθηκε ως τεκμήριο από όποιον ήθελε να κατακεραυνώσει συνολικά τους εμπλεκόμενους στη διαδικασία της εκπαίδευσης (δασκάλους, καθηγητές, γονείς, μαθητές) για την πλημμελή άσκηση των καθηκόντων τους.
Στο πλαίσιο αυτό δεν ήταν λίγοι αυτοί που θεώρησαν ευκαιρία να ξεσκονίσουν για μια ακόμη φορά τα ρεφρέν τους για τους «τεμπέληδες καθηγητές που δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους» και για «τους μαθητές που είναι όλο συνθήματα και καταλήψεις». Ανάμεσά τους ο γνωστός Ι.Κ. Πρετεντέρης δεν άφησε την ευκαιρία χαμένη και στο ΒΗΜΑ της 8/12/2013 έριξε ευθέως τα βόλια του στους εκπαιδευτικούς θεωρώντας τους υπεύθυνους για το «σχολείο που όπως φαίνεται ειδικεύεται στο να παράγει πολλούς αγανακτισμένους, αναστατωμένους, αδικημένους, απογοητευμένους…».
ΕΙΝΑΙ ΑΘΩΟ ΤΟ PISA;
Ο Οργανισμός Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας (ΟΟΣΑ), με εργαλείο το Διεθνές Πρόγραμμα Αξιολόγησης Μαθητών/-τριών PISA πρωτοστατεί στην πολιτική επιτήρησης, συμμόρφωσης, πιστοποίησης «εκπαιδευτικών προϊόντων» και «εκπαιδευτικών υπηρεσιών» και ανταγωνισμού. Πολύ εύστοχα ο Πανεπιστημιακός Γιώργος Μαυρογιώργος επισημαίνει ότι ο ΟΟΣΑ, με «συμβουλευτικές εκθέσεις», εμπορεύεται εμπειρογνωμοσύνη για την άσκηση πολιτικής και στην εκπαίδευση.
Οι βασικοί του πολιτικοί και ιδεολογικοί άξονες κινούνται γύρω από την ενθάρρυνση ενός ακραίου διεθνούς ανταγωνισμού, με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, την περιστολή των δαπανών και την υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης, την αύξηση των ελέγχων, την ένταση των εξεταστικών διαδικασιών, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, την αποκέντρωση της χρηματοδότησης, την ελεύθερη επιλογή σχολείου, το «μπόλιασμα καλών διεθνών πρακτικών» και, γενικώς, την προώθηση τεχνοκρατικών και διαχειριστικών προσεγγίσεων στο σχεδιασμό των εκπαιδευτικών αλλαγών.
Ο Γιώργος Μαυρογιώργος τονίζει ότι το PISA εισβάλλει, ως άλλος επιθεωρητής, στα σχολεία δυο φορές (πιλοτική-βασική) στα τρία χρόνια. Με τα δοκίμια αξιολόγησης προωθεί συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχολική γνώση, τη διδασκαλία, τη μάθηση, τη σχολική επιτυχία, το μαθητή, κ.ά., και υποδηλώνει ένα σύστημα αρχών, αντιλήψεων και επιλογών που προβάλλουν (και ως ένα βαθμό επιβάλλουν) αντίστοιχες αρχές στην οργάνωση της ίδιας της εκπαιδευτικής δια¬δικασίας.
ΠΟΙΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΟΥΝ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥΣ ΟΙ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟΙ;
Να τι τονίζουν στην Επιστολή τους 2.300 Ακαδημαϊκοί, εκπαιδευτικοί και γονείς από δεκάδες χώρες:
«Αγαπητέ Δρ. Σλάισερ,
απευθυνόμαστε σε εσάς, ως διευθυντή του Προγράμματος Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών (PISA) του ΟΟΣΑ. Ανησυχούμε ειλικρινά για τις αρνητικές συνέπειες των κατατάξεων της PISA. Μερικές από τις ανησυχίες είναι οι παρακάτω:
1. Αν και πολλές χώρες χρησιμοποιούσαν τα σταθμισμένα τεστ για δεκαετίες (παρά τις σοβαρές επιφυλάξεις για την εγκυρότητα και την αξιοπιστία τους) το πρόγραμμα PISA συμβάλει στην κλιμάκωση τέτοιων μετρήσεων και στη δραματική αύξηση της εξάρτησης από ποσοτικές μετρήσεις. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ, το πρόγραμμα PISA επικαλούνται σε μεγάλο βαθμό για τη νομιμοποίηση του πρόσφατου προγράμματος «Κούρσα για την κορυφή», το οποίο αύξησε τη χρήση σταθμισμένων τεστ για την αξιολόγηση μαθητών, εκπαιδευτικών και σχολείων και το οποίο κατατάσσει και αποδίδει χαρακτηρισμούς (ταμπέλες) σε όλους αυτούς στη βάση των επιδόσεων τους σε τεστ ευρέως γνωστά για τις ατέλειες τους (δες για παράδειγμα την ανεξήγητη πτώση της Φινλανδίας από τις κορυφαίες θέσεις της κατάταξης του προγράμματος PISA).
2. Στο πεδίο της εκπαιδευτικής πολιτικής το πρόγραμμα PISA, με τον τριετή κύκλο των ερευνών του, έχει προκαλέσει τη μετατόπιση της προσοχής σε βραχυχρόνιες ρυθμίσεις με στόχο τη γρήγορη άνοδο μιας χώρας στην κατάταξη, αν και η σχετική έρευνα δείχνει ότι οι αλλαγές στην εκπαίδευση απαιτούν δεκαετίες, και όχι λίγα χρόνια, για να αποδώσουν. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι το κύρος των εκπαιδευτικών και του επαγγέλματος τους, επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα της διδασκαλίας, αλλά διαφέρει σημαντικά από κουλτούρα σε κουλτούρα και δεν επηρεάζεται εύκολα από βραχυπρόθεσμες πολιτικές.
3. Επικεντρωνόμενο σε ένα περιορισμένο εύρος μετρήσιμων τομέων της εκπαίδευσης, το πρόγραμμα PISA αποσπά την προσοχή από τομείς που είναι αδύνατο (ή λιγότερο δυνατό) να μετρηθούν, όπως η φυσική αγωγή, η ηθική, η πολιτική και η αισθητική ανάπτυξη, με αποτέλεσμα τον επικίνδυνο περιορισμό του συλλογικού φαντασιακού για το τι είναι και το τι οφείλει να είναι η εκπαίδευση.
4. Ως οργανισμός οικονομικής ανάπτυξης είναι φυσικό ο ΟΟΣΑ να μεροληπτεί υπέρ του οικονομικού ρόλου των δημόσιων σχολείων. Αλλά η προετοιμασία της νέας γενιάς για επικερδή απασχόληση δεν είναι ο κύριος, ούτε καν ο πιο σημαντικός, στόχος της δημόσιας εκπαίδευσης, η οποία οφείλει να προετοιμάσει τους μαθητές για τη συμμετοχή τους στη δημοκρατική διακυβέρνηση, την ηθική δράση και μια ευημερούσα ζωή.
5. Σε αντίθεση με τους οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών, όπως η UNESCO και η UNICEF, οι οποίοι έχουν ξεκάθαρες και νομιμοποιημένες αποστολές βελτίωσης της εκπαίδευσης και της ζωής των παιδιών σε όλο τον κόσμο, ο ΟΟΣΑ δεν έχει τέτοια αποστολή. Επιπροσθέτως δεν υπάρχουν μηχανισμοί δημοκρατικής συμμετοχής στις διαδικασίες λήψης των εκπαιδευτικών του αποφάσεων .
6. Για τη διεξαγωγή του προγράμματος PISA και μιας σειρά υπηρεσιών που το συνοδεύουν ο ΟΟΣΑ έχει πρόθυμα υποστηρίξει «συνέργειες ιδιωτικού και δημόσιου τομέα» και έχει προσχωρήσει σε συνεργασίες με πολυεθνικές κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, οι οποίες κερδοσκοπούν από την κάθε αδυναμία –πραγματική ή όχι- που η PISA αποκαλύπτει. Κάποιες από τις εταιρείες αυτές παρέχουν σε μεγάλη έκταση υπηρεσίες σε σχολεία ή ομάδες σχολείων στις ΗΠΑ, με σκοπό το κέρδος, ενώ επιδιώκουν επίσης να αναπτύξουν την κερδοφόρα στοιχειώδη εκπαίδευση στην Αφρική, όπου ο ΟΟΣΑ σχεδιάζει την εισαγωγή του προγράμματος PISA.
7. Τελευταία και σημαντικότερη ανησυχία: το νέο καθεστώς που επιβάλλει το πρόγραμμα PISA, με το διαρκή κύκλο των τεστ σε παγκόσμια βάση, βλάπτει τα παιδιά μας και αποδυναμώνει τις σχολικές μας τάξεις καθώς αναπόφευκτα συνεπάγεται όλο και περισσότερα τεστ πολλαπλής επιλογής, περισσότερα λεπτομερώς προσχεδιασμένα μαθήματα από «προμηθευτές» που βρίσκονται έξω από το σχολείο – και λιγότερη αυτονομία για τους εκπαιδευτικούς. Με τον τρόπο αυτό το πρόγραμμα PISA έχει αυξήσει ακόμη περισσότερο το άγχος που προϋπήρχε στα σχολεία, θέτοντας σε κίνδυνο την ισορροπία μαθητών και εκπαιδευτικών».
Δεν χωράει καμιά αμφιβολία ότι αν οι συνταγές του Ο.Ο.Σ.Α και της Ε.Ε. στοχεύουν στις «δομές και τις υποδομές» του εκπαιδευτικού συστήματος, ο γνωστός διεθνής διαγωνισμός PISA στοχεύει στο «περιεχόμενο» της εκπαίδευσης. Με όχημα τα πορίσματά του (μέσα από τον έλεγχο των αναγνωστικών, μαθηματικών και φυσικών ικανοτήτων των μαθητών) επιχειρεί να προσανατολίσει την σχολική εκπαίδευση σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Στην πράξη οι στόχοι του προωθούν αντί της γνώσης τη δεξιότητα. Για να πάει καλά μια χώρα στο διαγωνισμό πρέπει οι μαθητές της να έχουν αντιμετωπίσει τη Γλώσσα σχεδόν αποκλειστικά ως εργαλείο επικοινωνίας, να έχουν διδαχτεί από τα Μαθηματικά κυρίως μεθόδους επίλυσης πρακτικών προβλημάτων, ενώ στις Φυσικές επιστήμες να μην έχουν εμβαθύνει στο γιατί αλλά στο πώς. Έτσι, το εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει, προσαρμοζόμενο στους στόχους του προγράμματος, να «προπονεί» τους μαθητές σε τέτοιου είδους θέματα αντί να τους διδάσκει, να τους καταρτίζει αντί να τους εκπαιδεύει.
Χρήστος Κάτσικας
Αναδημοσίευση από alfavita.gr