του Κωνσταντίνου Τσουκαλά
Όπως γνωρίζουμε από την «Αλίκη» του Λιούις Κάρολ, οι σημασίες των λέξεων δεν είναι ούτε αντικειμενικές ούτε αθώες. Ορίζονται πάντα από εκείνον που κάνει κουμάντο. Και αυτό ισχύει κατ’ εξοχήν σε ό,τι αφορά το «καλό» και το «κακό», το «σωστό» και το «λάθος». Με αυτή την έννοια, ο υπερθετικός βαθμός εκφράζει πάντα κάτι το «υπερθετικά αναμφισβήτητο» για το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει καν συζήτηση. Υπό τους όρους αυτούς, εξ υποθέσεως, όσοι αντιτίθενται στο αυτονόητο είναι παράλογοι, ανόητοι, σκοταδιστές ή, ακόμα χειρότερο, αντιμεταρρυθμιστές! Αν το καλό «είναι» καλό εξ ορισμού, κατά μείζονα λόγο το άριστο «είναι» πάντα και από τη φύση του το καλύτερο δυνατό.
Τα πράγματα δεν είναι όμως τόσο απλά. Όπως όλες οι ιδέες, έτσι και ο περί «αριστείας» λόγος εκφέρεται πάντα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο και για ορισμένους λόγους. Έτσι, η ξαφνική έξαρση του ζητήματος της «αριστείας» στην εκπαίδευση υπερβαίνει τον διαχρονικό προβληματισμό για την «ποιότητα» της παιδείας εν γένει. Το αιτούμενο δεν είναι η «καλή παιδεία» αλλά μια εντελώς ιδιαίτερη πρόσληψη της παιδείας. Μιας παιδείας που δεν στοχεύει στην ανύψωση των γνώσεων, των ικανοτήτων, της καλλιέργειας, της αξιακής συγκρότησης και των πνευματικών δεξιοτήτων όλων των νέων ανθρώπων, αλλά αποβλέπει πρωτίστως στο παραγωγικό της αποτέλεσμα. Μιας παιδείας δηλαδή ετερόνομης και αξιακά ετεροπροσδιορισμένης που υπακούει στις αγοραίες αρχές και οργανώνεται ως στίβος ενός αέναου ανταγωνισμού όπου όλοι αγωνίζονται εναντίον όλων των άλλων.
Οι νέοι άνθρωποι θα εθιστούν στην ιδέα πως η ζωή τους ολόκληρη δεν μπορεί παρά να διέπεται από την «ορθολογική» αγοραία ανταγωνιστικότητα, ή κατ’ ευφημισμόν από την ευγενή άμιλλα. Εξ απαλών ονύχων καλούνται να αποδεχθούν πως δεν είναι και δεν θα είναι ποτέ δυνατόν να είναι ίδιοι και ισότιμοι. Έτσι, η καταξίωση και προώθηση των αρίστων εις βάρος των μετρίων και των αποτυχημένων νοείται σαν αδήριτος νόμος της φύσης. Η μεθόδευση της συστηματικής εκπαιδευτικής επιλογής ακολουθεί κατά γράμμα το δαρβίνειο σχήμα της φυσικής επιλογής. Το μοντέλο αυτό θα μπορούσε ίσως να συζητηθεί αν δεν ήταν εκ προοιμίου υποβολιμαίο και ψευδολόγο. Μολονότι η άνευ άλλου απόρριψη των ανίκανων και των αποτυχημένων στον Καιάδα της εκπαιδευτικής και κοινωνικής υποβάθμισης αντίκειται προφανώς στις στοιχειώδεις αξιακές αρχές του δυτικού πολιτισμού, δεν συνιστά κατ’ ανάγκην κοινωνική «αδικία».
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου εδώ